- δουλικοῦ
- δουλικόςslavemasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δουλικότητα — η η ιδιότητα τού δουλικού, η δουλοπρέπεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δουλικότης μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Αγγ. Σ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
Αλέξανδρος ο Μέγας — (Πέλλα 356 – Βαβυλώνα 323 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (336–323), γιος του Φιλίππου B’ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Νεοπτολέμου. Προικισμένος με σπάνια σωματική αντοχή και δύναμη (που του επέτρεψε να γυμνάσει… … Dictionary of Greek
δουλικότητα — η συμπεριφορά δουλικού, η δουλοπρέπεια: Φέρεται με δουλικότητα στον προϊστάμενό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)